Τα τελευταία χρόνια, έχει αυξηθεί παγκοσμίως η ζήτηση για τα αρωµατικά και
φαρµακευτικά φυτά. Σε αυτό έχει συμβάλει η συνειδητοποίηση του ρόλου που μπορούν να
παίξουν τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην έρευνα για καινούργια ενεργά συστατικά
που θα αξιοποιηθούν από τις βιομηχανίες φαρμάκων, τροφίμων και καλλυντικών, παράλληλα
με το αίτημα των καιρών για «επιστροφή στη φύση».
Η εν λόγω μελέτη εξέτασε την προσαρμοστικότητα αυτοφυών βιοτύπων αρωματικών και
φαρμακευτικών φυτών χημειότυπου καρβακρόλης σε συνθήκες εκτατικής καλλιέργειας. Τα
είδη που μελετήθηκαν ήταν Origamun hirtum, Satureja thymbra, Coridothymus capitatus, και
Origanum onites. Το κάθε είδος είχε δύο βιότυπους οι οποίοι προήλθαν από την νήσο Ικαρία
μετά από αξιολόγηση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών τους. Το πείραμα
διήρκησε δύο έτη. Η εγκατάσταση του πειράματος έγινε στον αγρό του Εργαστηρίου Γεωργίας
του Γεωπονικού πανεπιστημίου Αθηνών.
Μετρήθηκαν και στα τέσσερα είδη τα φυτικά χαρακτηριστικά του υπέργειου μέρους (ο
αριθμός βλαστών, το ύψος, το μήκος της ταξιανθίας, το νωπό βάρος φύλλων και ανθέων).
Παράλληλα μετρήθηκαν η εκατοστιαία περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο, η εκατοστιαία
περιεκτικότητα σε π-κυμένιο, γ-τερπινένιο, καρβακρόλη και καρυοφυλλένιο.
Σε αυτή τη μελέτη βρέθηκε πως στους βιοτύπους και των τεσσάρων ειδών παρέμεινε
σταθερή η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο και τις δύο χρονιές, ενώ τα συστατικά του αιθέριου
ελαίου παρουσίασαν διακυμάνσεις. Η καρβακρόλη που ήταν και το κυρίαρχο συστατικό όλων
των βιοτύπων και των τεσσάρων ειδών παρουσίασε αύξηση τη δεύτερη χρονιά ενώ αντίθετα
αποτελέσματα παρουσιάστηκαν για τα υπόλοιπα συστατικά (π-κυμένιο, γ-τερπινένιο,
καρυοφυλλένιο), με εξαίρεση το S. thymbra στο οποίο δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές ως προς
το π-κυμένιο και το γ-τερπινένιο. Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι πιθανότατα οι
βιότυποι προσαρμόστηκαν.
Όσον αφορά τα φυτικά χαρακτηριστικά του υπέργειου μέρους όλα τα είδη παρουσίασαν
ικανοποιητική προσαρμογή στο περιβάλλον της Αττικής για τα δύο έτη του πειράματος.
Παρατηρήθηκε ότι και τα τέσσερα είδη την δεύτερη χρονιά είχαν καλύτερα αποτελέσματα ή
παρέμειναν σταθερά. Πιο αναλυτικά ο αριθμός βλαστών, το ύψος και το μήκος της ταξιανθίας
στην πλειοψηφία των βιοτύπων αυξήθηκε το δεύτερο έτος ενώ το βάρος φύλλων και ανθέων
παρέμεινε σταθερό.
In the recent years, the understanding of the role that the aromatic and medicinal plants
can play in the research of new active ingredients and in the development of new products for
the pharmaceutical, food and cosmetics industry, combined with the demand of our times for
"return to nature", has led all countries in an increase in demand for aromatic and medicinal
plants.
In this study, wild biotypes of aromatic and medicinal plants of carvacrol chemotype
were examined for their adaptability potential under extensive cultivation. The species
examined were Origamun hirtum, Satureja thymbra, Coridothymus capitatus, and Origanum
onites. Two biotypes of each species originating from the island of Ikaria were compared after
assessing their qualitative and quantitative characteristics. The experiment lasted two years and
was performed in the field of Agriculture Laboratory at the Agricultural University of Athens.
In all four plant species, the characteristics of their overground part were measured (shoot
number, height, length of inflorescence, fresh weight of leaves and flowers). At the same time,
the percentage content in essential oil and the percentage content in p-cymene, γ- terpinenio,
carvacrol and Caryophyllene was measured.
In this study, the chemical composition of the essential oil in the biotypes of all four
species remained stable, but fluctuation in the essential oil compounds was observed. Carvacrol,
which was the dominant compound in all four species, increased during the second year while
in contrast the other components (p-Cymene, γ-Terpinene, Caryophyllene) decreased. Exception
in these findings was S. thymbra components composition where p-cymene and γ-terpinene
percentage was stable. These results suggest that the biotypes probably adapted in their new
environment.
Regarding the above ground part characteristics of the plant, all the species showed a
satisfactory adaptation to the environment of Attica during the two years of the experiment. It
was observed that these traits in all four species, showed better results or remained constant
during the second year, since the number of shoots, height and length of inflorescence increased
in most biotypes during the second year while the weight of leaves and flowers remained the
same.