Η δυνατότητα ανάπτυξης περισσότερων καλλιεργειών στο χρόνο με την κατασκευή σύγχρονων θερμοκηπιακών μονάδων, δημιούργησε νέα δεδομένα στη χώρα μας προσεγγίζοντας ολοένα και περισσότερο το Ολλανδικό μοντέλο. Καλλιέργεια εκτός εδάφους σε σάκους υποστρωμάτων είναι διεθνώς η πιο διαδεδομένη μέθοδος ανάπτυξης φυτών σε υποστρώματα. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, μελετήθηκε η ανάπτυξη φυτών τομάτας σε εγχώρια και εισαγόμενα υποστρώματα που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Αντικείμενο της μελέτης ήταν η σύγκριση και η αξιολόγηση της επίδρασης του κάθε υποστρώματος στη βλαστική ανάπτυξη, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών και στη θρεπτική κατάσταση των φυτών. Πρόκειται για τα πέντε πιο συνηθισμένα υποστρώματα, πετροβάμβακας, περλίτης, κόκος, ελαφρόπετρα (2-10) και ελαφρόπετρα (0-8). Η ποικιλία τομάτας που χρησιμοποιήθηκε ήταν το υβρίδιο Primadonna, η οποία θεωρείται πολύ παραγωγική, εμβολιασμένη σε υποκείμενο Maxi-Fort.
Το πείραμα πραγματοποιήθηκε στο υαλόφρακτο θερμοκήπιο του Εργαστηρίου Κηπευτικών Καλλιεργειών. Για τη σύνθεση του θρεπτικού διαλύματος παρασκευάστηκαν διαφορετικές ‘συνταγές’ σε βλαστικό στάδιο και στάδιο καρποφορίας, ενώ η συχνότητα και η ποσότητα των αρδεύσεων ήταν ίδια για όλα τα υποστρώματα, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του φυτού και στις περιβαλλοντικές συνθήκες.
Στα αρχικά στάδια της καλλιέργειας επιλέχθηκαν τυχαία κάποια φυτά προκειμένου να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ των υποστρωμάτων. Συλλέχθηκαν δείγματα φύλλων και βλαστών για τη μέτρηση νωπού και ξηρού βάρους, αλλά και του ποσοστού της ξηράς ουσίας. Φυτά που αναπτύχθηκαν σε πετροβάμβακα και κόκο σημείωσαν τη μεγαλύτερη βλαστική ανάπτυξη, ενώ σε πολύ χαμηλά επίπεδα κυμάνθηκαν στον περλίτη. Επίσης η μέτρηση του πλάτους των φύλλων και του ύψους των φυτών, βοήθησε στην εξαγωγή επιπλέον συμπερασμάτων για την εξέλιξη της βλάστησης σε κάθε υπόστρωμα. Στο τέλος της καλλιέργειας, συγκεντρώθηκαν δείγματα βλαστού και φύλλων για τη μελέτη της θρεπτικής κατάστασης. Σημαντική ήταν η αύξηση της ποσότητας του μαγνησίου και του ασβεστίου στην ελαφρόπετρα κοκκομετρίας 2-10 mm σε σχέση με τα υπόλοιπα υποστρώματα.
Όσον αφορά τους καρπούς που συγκομίζονταν μετρήθηκε το συνολικό βάρος και ο αριθμός των καρπών του εκάστοτε υποστρώματος. Με βάση τα αποτελέσματα δεν σημειώθηκαν σημαντικές διαφορές, ενώ αυξημένο μέσο βάρος καρπού εντοπίστηκε σε δείγματα από τον κόκο. Επιπροσθέτως στις μετρήσεις που έλαβαν χώρα στο εργαστήριο, αξιολογήθηκαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών. Σημαντικές διαφορές σημειώθηκαν σε ολικά διαλυτά στερεά, με τον περλίτη και τον κόκο να έχουν εμφανώς αυξημένες συγκεντρώσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα υποστρώματα. Αντίθετα καρποί από ελαφρόπετρα (2-10) και περλίτη είχαν υψηλό βαθμό συνεκτικότητας.
Μολονότι διαφορές στη συνολική παραγωγή δεν εντοπίστηκαν, σημαντικά συμπεράσματα λήφθηκαν στις μετρήσεις που αφορούσαν την ποιότητα του καρπού και την κατάσταση θρέψης των φυτικών ιστών. Με την ελαφρόπετρα (2-10) που θεωρείται ένα χαμηλού κόστους υλικό να είναι εξίσου παραγωγικό όπως τα υπόλοιπα υποστρώματα. Πιθανή αύξηση της ποσότητας του θρεπτικού διαλύματος σε κάποια υποστρώματα, ίσως επηρέαζε διαφορετικά την εξέλιξη της καλλιέργειας.
The development of modern greenhouse complexes in our country and the
capability to grow more than one cultivation per year, created new data, thus
approaching the Dutch model even more. The most popular plant cultivation on
substrates, is the off-field cultivation on bagged substrates. This post-graduate
research examined the growth of tomato plants cultivated on both local and imported
substrates, which are commonly used in the country during the last decades.
The subject of this research was the evaluation of each substrate’s effect on
plant growth and nutritious condition and on fruit quality characteristics. The five
most commonly used substrates were examined: Rockwool, pearlite, coir, pumice (210)and
pumice (0-8). The cultivated tomato variety was the ‘Primadonna’ hybrid,
which is considered to be very productive, grafted onto ‘Maxi-Fort’ rootstock.
The experiment took place in the glass greenhouse of the Lab. Different
‘recipes’ of nutrient water-based solutions were tested on the plants, both during the
growing and the reproductive stages of the plant. The irrigation frequency and
quantity were the same for all the tested substrates and were adapted to the plant’s
needs and to the environmental conditions.
During the initial stages of the cultivation, a random plant selection took place,
in order to compare the initial effects of the different substrates on the growing plants.
Leaf and shoot samples were collected to be tested for their fresh and dry weight and
their dry matter content percentage. The plants cultivated on rockwool and coir
showed the best growth and those cultivated on pearlite the least. The leaf width and
plant height measurements improved the results about the development of plant
growth on each substrate. During the end of the cultivation, leaf and shoot samples
were collected to be tested about their nutritious condition. Plants grown on rockwool
(2-10) showed a significantly higher magnesium and calcium content, compared to
the plants grown on the rest substrates.
The total fruit weight collected and the number of fruits per substrate were
measured. The results did not show significant differences between the examined
substrates, but fruit samples collected from plants grown on coir showed increased
9
weight. Moreover, during the tests that took place in the Lab, the quality
characteristics of the fruits collected were examined. The tests showed significant
differences considering the total solube solids content and fruit grown on pearlite and
coir showed by far increased concentrations compared to fruit grown on the rest
substrates. Fruit grown on pumice (2-10) and on pearlite were found to be highly
firmness.